ἀναγκαιότητας

ἀναγκαιότητας
ἀναγκαιότης
blood-relationship
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • φαταλισμός — Ο όρος είναι ξενικής προέλευσης. Στα ελληνικά λέγεται μοιρολατρία. Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της ζωής καθορίζονται από τη μοίρα, το πεπρωμένο, την αμετάκλητη υπερβατική αιτία. Πρόκειται για θεολογική αιτιοκρατία και… …   Dictionary of Greek

  • αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • μεταφυσική — Φιλοσοφικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με υπεραισθητικές πραγματικότητες, προσεγγίζοντας τον υλικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του πνεύματος. Η προέλευση του όρου μ. είναι περίεργη, γιατί προέρχεται από την τοποθέτηση των έργων του Αριστοτέλη που… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • σωτηριολογία — Δογματική διδασκαλία του χριστιανισμού, που αναφέρεται στη διδασκαλία για τη σωτηρία των αμαρτωλών. Επειδή η σωτηρία προέρχεται, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, από το απολυτρωτικό έργο του Ιησού, η διδασκαλία της σ. τείνει να συγκεντρώσει σ’… …   Dictionary of Greek

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”